- πεντηκονταμηναίος
- και πεντηκονταμηνιαῑος, -α, -ον, Μαυτός που συμβαίνει, που γίνεται κάθε πεντηκοστό μήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μήν, μηνός + -αῖος* (πρβλ. τρι-μηναῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντηκονταμηνιαίος — αία, ον, Μ βλ. πεντηκονταμηναίος … Dictionary of Greek